Μπερνούλι

Μπερνούλι
(Bernoulli). Επώνυμο οικογένειας που καταγόταν από την Αμβέρσα και κατέφυγε τον 14ο αι. στη Βασιλεία εξαιτίας των θρησκευτικών διωγμών. Κατέχει σημαντική θέση στην ιστορία των μαθηματικών του 17oυ και του 18ου αι. και παρέχει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα οικογένειας με αυξημένη κληρονομική ικανότητα στα μαθηματικά. Πολλά μέλη της κατέλαβαν πανεπιστημιακές έδρες θεωρητικών ή εφαρμοσμένων επιστημών, αλλά περισσότερο γνωστοί για τη σημαντική συμβολή τους στις μαθηματικές επιστήμες είναι οι αδελφοί Τζάκομο και Τζοβάνι και ο γιος του τελευταίου, Ντανιέλε. Βλ. λ. Μπερνούλι, Ντανιέλε· Μπερνούλι, Τζάκομο· Μπερνούλι, Τζοβάνι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Μπερνούλι, εξίσωση — Σημαντική σχέση της μηχανικής ρευστών που συνδέει την πίεση, την ταχύτητα ροής και το ύψος δυο περιοχών κατά μήκος ενός «καναλιού» ροής κάποιου ιδανικού ρευστού (ιδανικό καλείται εκείνο το ρευστό που δεν παρουσιάζει εσωτερική τριβή και είναι… …   Dictionary of Greek

  • Μπερνούλι, Τζάκομο — (Giacomo Bernoulli, Βασιλεία 1654 – 1705). Ελβετός μαθηματικός. Υπήρξε μεταξύ των πρώτων που εκτίμησαν τη σημασία του διαφορικού λογισμού, ο οποίος είχε εισαχθεί τότε από τον Λάιμπνιτς, και χρησιμοποίησε τη μέθοδο αυτή σε διάφορα θέματα… …   Dictionary of Greek

  • Μπερνούλι, Ντανιέλε — (Daniele Bernoulli, Γκρόνινγκεν 1700 – Βασιλεία 1782). Ελβετός μαθηματικός και φυσικός. Ασχολήθηκε εκτός των άλλων με την υδροδυναμική και έγραψε πραγματεία με βάση την αρχή την οποία σήμερα ονομάζουμε «αρχή διατήρησης της ορμής». Ασχολήθηκε και… …   Dictionary of Greek

  • Μπερνούλι, Τζοβάνι — (Giovanni Bernoulli, Βασιλεία 1667 – 1748). Ελβετός μαθηματικός. Προχώρησε σε βάθος τις μελέτες επί του διαφορικού λογισμού με διάφορες εφαρμογές, και –σύμφωνα με τη μαρτυρία του ίδιου του Λάιμπνιτς– σε αυτόν και στον αδελφό του Τζάκομο οφείλεται …   Dictionary of Greek

  • υδροδυναμική — (ή δυναμική των ασυμπίεστων ρευστών). Η υδροδυναμική εξετάζει την κίνηση των υγρών, και ιδιαίτερα του νερού, σε συνδυασμό προς τις δυνάμεις που επενεργούν πάνω σ’ αυτά. Η κίνηση ενός υγρού κατά μήκος ορισμένης διαδρομής, δηλαδή η ροή, υπόκειται… …   Dictionary of Greek

  • λημνίσκος — Η καμπύλη που χαρακτηρίζεται από το ότι το γινόμενο των αποστάσεων κάθε σημείου της από δύο ορισμένα σταθερά σημεία είναι επίσης σταθερό. Έστω xΟy ένα ορθοκανονικό σύστημα αναφοράς στο επίπεδο και δύο σταθερά σημεία του, τα F1 = ( α, 0), F2 = (α …   Dictionary of Greek

  • Όιλερ, Λέοναρντ — (Leonhard Euler, Βασιλεία 1707 – Πετρούπολη 1783). Ελβετός μαθηματικός. Υπήρξε μαθητής του Τζοβάνι Μπερνούλι και το 1730 ονομάστηκε καθηγητής της φυσικής στην Ακαδημία Επιστημών της Πετρούπολης, όπου το 1733 διαδέχτηκε τον Ντανιέλε Μπερνούλι στην …   Dictionary of Greek

  • εξίσωση — Κάθε προτασιακός τύπος της μορφής φ(x) = ψ(x), όπου φ και ψ συμβολίζουν συναρτήσεις της αυτής μεταβλητής x, ενώ οι τιμές τους ανήκουν στο ίδιο σύνολο, έστω Σ. Το σύμβολο x ονομάζεται: ο άγνωστος της ε. Αν Ε είναι το σύνολο που διατρέχει η… …   Dictionary of Greek

  • πιθανότητα — Η θεωρία των πιθανοτήτων είναι ένας αρκετά νέος, σχετικά, κλάδος των μαθηματικών, του οποίου η συμβολή και η σημασία του για τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες, τη βιολογία, τη βλητική, καθώς και για την αντιμετώπιση προβλημάτων στη βιομηχανία… …   Dictionary of Greek

  • Καραθεοδωρής — Επώνυμο οικογένειας από την Κωνσταντινούπολη, τα μέλη της οποίας διακρίθηκαν στην πολιτική και στις επιστήμες. 1. Αλέξανδρος (Κωνσταντινούπολη 1833 – 1906). Διπλωμάτης και συγγραφέας. Ξεκίνησε την καριέρα του ως υπάλληλος στο υπουργείο Εξωτερικών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”