Μπερνούλι, εξίσωση — Σημαντική σχέση της μηχανικής ρευστών που συνδέει την πίεση, την ταχύτητα ροής και το ύψος δυο περιοχών κατά μήκος ενός «καναλιού» ροής κάποιου ιδανικού ρευστού (ιδανικό καλείται εκείνο το ρευστό που δεν παρουσιάζει εσωτερική τριβή και είναι… … Dictionary of Greek
Μπερνούλι, Τζάκομο — (Giacomo Bernoulli, Βασιλεία 1654 – 1705). Ελβετός μαθηματικός. Υπήρξε μεταξύ των πρώτων που εκτίμησαν τη σημασία του διαφορικού λογισμού, ο οποίος είχε εισαχθεί τότε από τον Λάιμπνιτς, και χρησιμοποίησε τη μέθοδο αυτή σε διάφορα θέματα… … Dictionary of Greek
Μπερνούλι, Ντανιέλε — (Daniele Bernoulli, Γκρόνινγκεν 1700 – Βασιλεία 1782). Ελβετός μαθηματικός και φυσικός. Ασχολήθηκε εκτός των άλλων με την υδροδυναμική και έγραψε πραγματεία με βάση την αρχή την οποία σήμερα ονομάζουμε «αρχή διατήρησης της ορμής». Ασχολήθηκε και… … Dictionary of Greek
Μπερνούλι, Τζοβάνι — (Giovanni Bernoulli, Βασιλεία 1667 – 1748). Ελβετός μαθηματικός. Προχώρησε σε βάθος τις μελέτες επί του διαφορικού λογισμού με διάφορες εφαρμογές, και –σύμφωνα με τη μαρτυρία του ίδιου του Λάιμπνιτς– σε αυτόν και στον αδελφό του Τζάκομο οφείλεται … Dictionary of Greek
υδροδυναμική — (ή δυναμική των ασυμπίεστων ρευστών). Η υδροδυναμική εξετάζει την κίνηση των υγρών, και ιδιαίτερα του νερού, σε συνδυασμό προς τις δυνάμεις που επενεργούν πάνω σ’ αυτά. Η κίνηση ενός υγρού κατά μήκος ορισμένης διαδρομής, δηλαδή η ροή, υπόκειται… … Dictionary of Greek
λημνίσκος — Η καμπύλη που χαρακτηρίζεται από το ότι το γινόμενο των αποστάσεων κάθε σημείου της από δύο ορισμένα σταθερά σημεία είναι επίσης σταθερό. Έστω xΟy ένα ορθοκανονικό σύστημα αναφοράς στο επίπεδο και δύο σταθερά σημεία του, τα F1 = ( α, 0), F2 = (α … Dictionary of Greek
Όιλερ, Λέοναρντ — (Leonhard Euler, Βασιλεία 1707 – Πετρούπολη 1783). Ελβετός μαθηματικός. Υπήρξε μαθητής του Τζοβάνι Μπερνούλι και το 1730 ονομάστηκε καθηγητής της φυσικής στην Ακαδημία Επιστημών της Πετρούπολης, όπου το 1733 διαδέχτηκε τον Ντανιέλε Μπερνούλι στην … Dictionary of Greek
εξίσωση — Κάθε προτασιακός τύπος της μορφής φ(x) = ψ(x), όπου φ και ψ συμβολίζουν συναρτήσεις της αυτής μεταβλητής x, ενώ οι τιμές τους ανήκουν στο ίδιο σύνολο, έστω Σ. Το σύμβολο x ονομάζεται: ο άγνωστος της ε. Αν Ε είναι το σύνολο που διατρέχει η… … Dictionary of Greek
πιθανότητα — Η θεωρία των πιθανοτήτων είναι ένας αρκετά νέος, σχετικά, κλάδος των μαθηματικών, του οποίου η συμβολή και η σημασία του για τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες, τη βιολογία, τη βλητική, καθώς και για την αντιμετώπιση προβλημάτων στη βιομηχανία… … Dictionary of Greek
Καραθεοδωρής — Επώνυμο οικογένειας από την Κωνσταντινούπολη, τα μέλη της οποίας διακρίθηκαν στην πολιτική και στις επιστήμες. 1. Αλέξανδρος (Κωνσταντινούπολη 1833 – 1906). Διπλωμάτης και συγγραφέας. Ξεκίνησε την καριέρα του ως υπάλληλος στο υπουργείο Εξωτερικών … Dictionary of Greek